THINK TEEN 2 - GLOSSARY
UNIT 1, LESSON 1
amaze(v)=surprise
very much,συναρπάζω=astonish→
amazement,amazed, amazing
area (n)=a
place or region περιοχή
attractive (adj)=
beautiful ,ελκυστικός ≠ ugly
bead (n)= χάντρα
boil (v)=βράζω
care about= φροντίζω
cause
(v)=προκαλώ
clear
(v)=καθαρίζω
collect (v)to
gather together συλλέγω ≠ scatter → collection, collector
contact (n)
=communication with,επαφή
destroy
(v) = to damage , καταστρέφω → destruction
disappear
(v) = εξαφανίζομαι ≠ appear → disappearance
disappoint (v) =απογοητεύω → disappointed,
disappointment ,disappointing
drive out
(v) =απομακρύνω
factory
(n) =εργοστάσιο
fascinate
(v) = συναρπάζω,charm → fascinated, fascinating, fascination
fig (n)= σύκο
forest
(n) = δάσος, woods
frighten
(v) = to cause fear; φοβίζω, scare,
terrify→ fright, frightening, frightened
government (n)= κυβέρνηση
grow (v)= καλλιεργώ,cultivate,
→ growth
habitat (n) =φυσικό περιβάλλον
habitual
(adj) =usual συνηθισμένος
huge (adj)
= very big , τεράστιος, enormous
hunt (v) = κυνηγώ →hunter,
hunting
hut (n)=καλύβα.
include
(v)=περιλαμβάνω
insect
(n)=έντομο
jungle
(n)=ζούγκλα
leaf (n) = φύλλο,leaves(plural)
light lit – lit = ανάβω φωτιά
medicine
(n) =φάρμακο
method
(n) =μέθοδος,manner,
way
necklace
(n) =περιδέραιο
nut (n) =ξηρός καρπός
plant
(v) =φυτεύω
plant
(n) =φυτό
pollution (n) = μόλυνση → pollute
product
(n) =προϊόν →productive, to produce
provide (v)
=to give, παρέχω →provision
rain forest (n)= τροπικό δάσος
raise
(v)=συγκεντρώνω
recycle (v)=ανακυκλώνω.→ recycling
refer (v)
= αναφέρομαι → reference
region (n)
=περιοχή
seed (n) = σπόρος
shock
(v) =σοκάρω →shocking
sketch
(n) =σκίτσο
skin (n)
=δέρμα
slash (v)
=σχίζω βίαια
spear
(n) =λόγχη
species (n) = είδος (ζώου ή φυτού)
specific (adj)
= particular ≠ general , συγκεκριμένος
stick
(n) =κλαρί
support (v)
=στηρίζω ≠ neglect
surface
(n) = επιφάνεια
sword (n)
= σπαθί
temporary
(adj) = προσωρινός ≠ permanent
terrible (adj)
=awful. τρομερός
tough
(adj) =hard ,ανθεκτικός
tribe
(n) =φυλή
unfortunately (adv) = δυστυχώς ≠ fortunately
unique
(adj) = μοναδικός
vegetation (n) = βλάστηση
wild (adj) = άγριος
work out
(v) = λύνω
worry (v)
= ανησυχώ., → worried, worrying
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου