Τρίτη 1 Απριλίου 2014

April Fools' Day

APRIL FOOL'S DAY

THINK TEEN 2 - GLOSSARY unit 1



THINK TEEN 2 - GLOSSARY

UNIT 1, LESSON 1


amaze(v)=surprise very much,συναρπάζω=astonish→ amazement,amazed, amazing
area (n)=a place or region περιοχή
 attractive (adj)=    beautiful ,ελκυστικός ugly
bead (n)= χάντρα
boil (v)=βράζω
care  about= φροντίζω
cause (v)=προκαλώ
clear (v)=καθαρίζω
collect (v)to gather together συλλέγω ≠ scatter  →collection, collector
contact (n) =communication with,επαφή
destroy (v) = to damage , καταστρέφω →destruction
disappear (v) =  εξαφανίζομαιappear →disappearance
disappoint (v) =απογοητεύωdisappointed, disappointment ,disappointing
drive out (v) =απομακρύνω
factory (n) =εργοστάσιο
fascinate (v) = συναρπάζω,charm →fascinated, fascinating, fascination
fig (n)= σύκο
forest (n) = δάσος, woods
frighten (v) = to cause fear; φοβίζω, scare, terrify→ fright, frightening, frightened
government (n)= κυβέρνηση
grow (v)= καλλιεργώ,cultivate, →growth
habitat (n) =φυσικό περιβάλλον
habitual (adj) =usual συνηθισμένος
huge (adj) =  very big , τεράστιος, enormous
hunt (v) = κυνηγώhunter, hunting
hut (n)=καλύβα.
include (v)=περιλαμβάνω
insect (n)=έντομο
jungle (n)=ζούγκλα
leaf (n) = φύλλο,leaves(plural)
light  lit – lit =  ανάβω φωτιά
medicine (n) =φάρμακο
method (n) =μέθοδος,manner, way
necklace (n) =περιδέραιο
nut (n) =ξηρός καρπός
plant (v) =φυτεύω
plant (n) =φυτό
pollution (n) = μόλυνσηpollute
product (n) =προϊόνproductive, to produce
provide (v) =to give, παρέχωprovision
rain forest (n)= τροπικό δάσος
raise (v)=συγκεντρώνω
recycle (v)=ανακυκλώνω.recycling
refer (v) = αναφέρομαιreference
region (n) =περιοχή
seed (n) = σπόρος
shock (v) =σοκάρωshocking
sketch (n) =σκίτσο
skin (n) =δέρμα
slash (v) =σχίζω βίαια
spear (n) =λόγχη
species (n) = είδος (ζώου ή φυτού)
specific (adj) = particular and not general , συγκεκριμένος
stick (n) =κλαρί
support (v) =στηρίζωneglect
surface (n) = επιφάνεια
sword (n) = σπαθί
temporary (adj) = προσωρινόςpermanent
terrible (adj) =awful. τρομερός
tough (adj) =hard  ,ανθεκτικός
tribe (n) =φυλή
unfortunately (adv) = δυστυχώςfortunately
unique (adj) = μοναδικός
vegetation (n) = βλάστηση
wild (adj) = άγριος
work out (v) = λύνω
worry (v) = ανησυχώ., →worried



UNIT 1, LESSON 2

abroad (adv) =in or to another country,
στο εξωτερικό =overseas
according to = σύμφωνα με.
agree (v) = συμφωνώdisagree → agreement
appear (v) =εμφανίζομαι disappear→ appearance
arrow (n) =βέλος
at once (phr) = άμεσα
axe (n)  =τσεκούρι
bar chart (n) =ιστόγραμμα
berry (n)= στρογγυλός καρπός.
boomerang (n) =μπούμερανγκ
bow (n) =τόξο.
busy (adj) = απασχολημένος≠ lazy
canoe (n)= κανό
cattle (n)= βοοειδή
cave (n)= σπηλιά
chart (n)= πίνακας
cloth (n) = ύφασμα
discover (v) =ανακαλύπτω discovery 
explain (v) = εξηγώexplanation
feather (n) =φτερό
go on (v) = to continue doing  something εξακολουθώ
go out with (v) = βγαίνω ραντεβού
have in common (phr) = μοιράζομαι.
headdress (n) = κάλυμμα κεφαλιού
interview (n) = συνέντευξη interviewee, interviewer
loin (n) = φιλέτο
mention (v) = αναφέρω
mud (n) = λάσπη
object (n) = αντικείμενο
order (n) = σειρά
pen pal (n)=  φίλος από αλληλογραφία
preference (n) = προτίμηση prefer
pull sb's leg (phr) = κοροϊδεύω
reply (n) = an answer απάντηση
 response (n) = a written or spoken answer; reply, απόκριση
sequence (n) =ακολουθία
soon (adv) = shortly.,σύντομα
sound (v) = ακούγομαι
spend – spent – spent (v) =  περνώ χρόνο
spidergram (n) = ιστόγραμμα
transport (n) = συγκοινωνίαtransportation
tribesman (n) = μέλος φυλής.
whole (adj) = complete, ολόκληρος


UNIT 1, LESSON 3

affect (v) = επηρεάζω,influence
appropriate (adj) = κατάλληλος. right, suitable ≠inappropriate,
basin (n) =  νιπτήρας.
believe(v) = πιστεύωbelief, believable, believer
collocation (n) = σύμφραση, ομάδα λέξεων
convince (v) = πείθω
exist (v) = υπάρχω → existence
face (v) =αντιμετωπίζω , confront
gist (n)= κύρια ιδέα,main idea
indigenous (adj)  = αυτόχθονος. aboriginal, native
jigsaw (n) = παζλ.
kind (n) = type; sort, είδος
location (n) = place or position, τόπος →locate
original (adj) = first; earliest, αρχικός
rest (n) = υπόλοιπος
rubbish (n) = σκουπίδια , garbage, junk, litter, trash
sandal (n) =πέδιλο
save (v) = σώζω, rescue
threaten (v) = απειλώ→threat, threatening
tool (n) = εργαλείο
weapon (n) = όπλο

ΠΩΣ ΠΡΟΦΕΡΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ED ?KANTE TO KOYIZ

Past tense: "-ed" pronunciation