MD'S (Mary Daniel's) Free Teaching Material And Educational Posts For My Students And Colleagues
Παρασκευή 9 Μαΐου 2014
Παρασκευή 2 Μαΐου 2014
Πέμπτη 24 Απριλίου 2014
THINK TEEN 2 , VOCABULARY (AΡΧΑΡΙΟΙ)
THINK TEEN 2, ΑΡΧΑΡΙΟΙ
Unit 2 Lesson 1
accurate (adj) = correct or exact, ακριβής
≠ inaccurate
allow (v)= επιτρέπω = premit, let ≠ forbid,
although/ though = παρ’όλο που
ambition (n) = φιλοδοξία → ambitious
among (prep) = ανάμεσα
artist (n) = καλλιτέχνης
awareness (n) = συνείδηση, γνώση → to be aware of
beside (prep) = next to, δίπλα
bold (adj) = έντονος
border (n) = σύνορο
brave (adj) = γενναίος = daring,
fearless ≠ cowardly → bravery
canonise (v) = αγιοποιώ
case (n) = περίπτωση
centre (n) = κέντρο → central
ceremony (n) = τελετή
charity (n) = φιλανθρωπία
choice (n) =επιλογή → choose
citizen (n) = πολίτης
coherence (n) = λογική συνοχή → coherent
comfort (n) = άνεση ≠discomfort, → comfortable
compose (v) =to write a piece of music, συνθέτω → composer = συνθέτης,composition=σύνθεση-εκθεση
compound (n) = σύνθετος
corner (n) = γωνιά
decision (n) = απόφαση→ decide, decisive
declare (v)= δηλώνω → declaration
deserve (v) = αξίζω
desperate (adj) = απελπισμένος
during (prep) = κατά τη διάρκεια
dying (adj) = που πεθαίνει
After seeing so many
earthquake (n) = σεισμός
echo (n) = ηχώ
endless (adj) = ακατάπαυστος=eternal,
everlasting→endlessly
event (n) = γεγονός = incident,
famous (adj)= διάσημος, well-known
feed (v) = to give food , ταΐζω
generous (adj) =not stingy, γενναιόδωρος≠ mean
gentle (adj) = kind; ευγενικός → gentleman
identify (v)= to recognize αναγνωρίζω → identification, identified
impression (n) =εντύπωση
in honour (phr)= προς τιμή
join (v) = συνδέω =unite ≠ divide, separate
lonely (adj) = που νιώθει μοναξιά →loneliness
look after (v) = to take care of, φροντίζω ≠ neglect
make a difference (phr) = κάνω τη διαφορά
make sure (phr) = βεβαιώνομαι = ensure
make time (phr) =βρίσκω χρόνο
mark(v) = σημειώνω
marvellous (adj) = υπέροχος = amazing, astonishing, wonderful
mean (v) = σημαίνω
medal (n) = μετάλλιο
mind (v) = με πειράζει = dislike, object to
monastery (n) = μοναστήρι
need (n) = ανάγκη
profit (adj) = κερδος,→ profitable
non-profit organisation. = μη κερδοσκοπικός οργανισμός/οργανωση
nun (n) = καλογρια
offer (v) = to give or provide , προσφέρω
pain (n)= πόνος → painful
pay respects = υποβάλλω τα σέβη μου.
peace (n) = ησυχία / ειρηνη → peaceful
permission (n) = άδεια → permit
playwright (n)= someone who writes plays, θεατρικόςσυγγραφέας
pneumonia (n) = πνευμονία
politician (n) = πολιτικός →.political,
politics
poverty (n)=φτώχια → poor ≠ luxury,
riches, wealth
Prime Minister (n)= Πρωθυπουργός
promise (n)= υπόσχεση
radioactivity (n) =ραδιενέργεια
radium (n) =ράδιο
raise (v) =ανεβάζω , increase
reach (v) =φτάνω
.record (n) =δίσκος βινυλίου
refuse (v) = not accept , αρνούμαι → refusal
ruins (n) =ερείπια
saint (n) =άγιος
.save (v)= αποθηκεύω ≠ spend → savings
saying (n) =παροιμία
scientist (n) = επιστήμονας→.science, scientific
search (v)= to try to find ψάχνω
suffer (v)=υποφέρω
teach (v) taught – taught = διδάσκω→ teaching,teacher
throughout (prep) =καθ’όλη τη διάρκεια
timeline (n) =χρονοδιάγραμμα
train (v)=εκπαιδεύω → trainer,
training
volunteer (n) =εθελοντής
weightlifting (n) =άρση βαρών → weightlifting.weightlifter
whoever (pron) = οποιοσδήποτε
Unit 2 - Lesson 2
adventure (n) =περιπέτεια →adventurous
aim (n) =purpose, goal,στοχος
arrange (v) = κανονίζω =plan →arrangement
attitude (n) = νοοτροπία
can't stand (phr)(informal) = to hate δεν αντέχω = can’t bear
conclusion (n)=κατάληξη =result →conclude,
conduct (v) = διεξάγω= carry out
consider (v)= to think of as, θεωρώ
council (n) =συμβούλιο
check (v)= ελέγχω διασταυρώνοντας
data (n) = δεδομένα
emperor (n) = αυτοκράτορας
empire (n) = αυτοκρατορία
express (v)= εκφράζω → expression, expressive
historical (adj)= ιστορικός
horror (n)= τρόμος= dread, → horrify
impossible (adj)= ανυπόφορος= intolerable
last (v)= διαρκώ
missing (adj)= absent, που λείπει
monologue (n)= μονόλογος
persuade (v) = πείθω =convince →persuasion, persuasive
play (n)= θεατρικό έργο → playwright=θεατρικος συγγραφεας
poor (adj)= φτωχός
recently (adv) = not long ago, πρόσφατα = lately
recommend (v)= συστήνω → recommendation
recreate (v) = αναπαράγω
relationship (n) = σχέση = connection
relevant (adj) = σχετικός ≠ irrelevant
report (n) = αναφορά
require (v) = to need, απαιτώ → requirement
research (n) = έρευνα → researcher
review (n)= κριτική
revolt (n) = εξέγερση → revolution
slave (n)= σκλάβος
stadium (n) = στάδιο
suitable (adj)=
κατάλληλος
= appropriate ≠ unsuitable
summarise (v)= συνοψίζω = sum up → summary
survey (n)= μελέτη
taste (n) = γούστο
transfer (v) = μεταφορά
unusual (adj) = ασυνήθιστος = strange
you must be joking (phr) = θα αστειεύεσαι
UNIT 2,
LESSON 3
artwork (n) = εικονογράφηση
beat – beat – beaten = χτυπώ, δέρνω
campaign (n)==καμπάνια,εκστρατεία
childhood (n) = παιδική ηλικία
crash (n)= σύγκρουση
deed (n) =
πράξη
diet (n)= διατροφή
divide (v) =to separate into parts, μοιράζω ≠
join, unite → division
follower (n) = οπαδός
freedom (n) = ελευθερία = liberty ≠slavery →free
goat (n) = κατσίκα
ground (n) = έδαφος
grow up (v) = αναπτύσσομαι
gunshot (n) = πυροβολισμός
Hindu (n) = Ινδουιστής.
interest (n) = ενδιαφέρον → interesting
leader (n)= ηγέτης
loincloth (n) = ύφασμα γύρω από τους μηρούς
Various cultures in
online (adv) = connected to the internet διαδίκτυο
put on (v) = ανεβάζω, διοργανώνω ( παράσταση)
radical (n) = δραστικός
recognise (v) = αναγνωρίζω→ recognition,
release (v) =θέτω σε κυκλοφορία→release (n)
responsible (adj) = υπεύθυνος → responsibility
return (v) = επιστρέφω ≠ depart
shawl (n) = σάλι.
skill (n) = ικανότητα → skilful
society (n) = κοινωνία
spiritual (adj) =
πνευματικός ≠
material,
term (n) = τρίμηνο
violence (n) = βία →violent
visuals (adj) = εικόνες, οπτικό υλικό
Τετάρτη 23 Απριλίου 2014
Κυριακή 13 Απριλίου 2014
Τετάρτη 9 Απριλίου 2014
Τρίτη 8 Απριλίου 2014
Τρίτη 1 Απριλίου 2014
THINK TEEN 2 - GLOSSARY unit 1
THINK TEEN 2
- GLOSSARY
UNIT 1,
LESSON 1
amaze(v)=surprise very much,συναρπάζω=astonish→ amazement,amazed, amazing
area
(n)=a place or region περιοχή
attractive
(adj)= beautiful ,ελκυστικός
≠ ugly
bead (n)= χάντρα
boil (v)=βράζω
care about=
φροντίζω
cause (v)=προκαλώ
clear (v)=καθαρίζω
collect
(v)to gather together συλλέγω
≠ scatter →collection,
collector
contact
(n) =communication with,επαφή
destroy (v) = to damage , καταστρέφω →destruction
disappear (v) = εξαφανίζομαι ≠ appear →disappearance
disappoint (v) =απογοητεύω →disappointed, disappointment ,disappointing
drive
out (v) =απομακρύνω
factory (n) =εργοστάσιο
fascinate (v) = συναρπάζω,charm →fascinated, fascinating, fascination
fig (n)= σύκο
forest (n) = δάσος, woods
frighten (v) = to cause fear; φοβίζω, scare, terrify→ fright,
frightening, frightened
government (n)= κυβέρνηση
grow (v)= καλλιεργώ,cultivate, →growth
habitat (n)
=φυσικό περιβάλλον
habitual (adj) =usual
συνηθισμένος
huge (adj) = very big , τεράστιος, enormous
hunt (v) = κυνηγώ →hunter, hunting
hut (n)=καλύβα.
include (v)=περιλαμβάνω
insect (n)=έντομο
jungle (n)=ζούγκλα
leaf (n) = φύλλο,leaves(plural)
light lit – lit
= ανάβω φωτιά
medicine (n) =φάρμακο
method (n) =μέθοδος,manner, way
necklace (n) =περιδέραιο
nut
(n) =ξηρός καρπός
plant (v) =φυτεύω
plant (n) =φυτό
pollution
(n) = μόλυνση
→pollute
product (n) =προϊόν →productive, to produce
provide
(v) =to give, παρέχω →provision
rain
forest (n)= τροπικό δάσος
raise (v)=συγκεντρώνω
recycle (v)=ανακυκλώνω.→recycling
refer
(v) = αναφέρομαι
→reference
region
(n) =περιοχή
seed (n) = σπόρος
shock (v) =σοκάρω →shocking
sketch (n) =σκίτσο
skin
(n) =δέρμα
slash
(v) =σχίζω βίαια
spear (n) =λόγχη
species (n)
= είδος (ζώου ή φυτού)
specific
(adj) = particular and not general , συγκεκριμένος
stick (n) =κλαρί
support
(v) =στηρίζω
≠neglect
surface (n) = επιφάνεια
sword
(n) = σπαθί
temporary (adj) = προσωρινός ≠permanent
terrible
(adj) =awful. τρομερός
tough (adj) =hard ,ανθεκτικός
tribe (n) =φυλή
unfortunately (adv) = δυστυχώς ≠ fortunately
unique (adj) = μοναδικός
vegetation (n) = βλάστηση
wild (adj) = άγριος
work
out (v) = λύνω
worry
(v) = ανησυχώ.,
→worried
UNIT
1, LESSON 2
abroad (adv) =in or to another country,
στο
εξωτερικό =overseas
according to = σύμφωνα με.
agree (v) = συμφωνώ ≠ disagree → agreement
appear (v) =εμφανίζομαι ≠ disappear→ appearance
arrow (n) =βέλος
at
once (phr) = άμεσα
axe (n) =τσεκούρι
bar
chart (n) =ιστόγραμμα
berry (n)= στρογγυλός
καρπός.
boomerang (n) =μπούμερανγκ
bow (n) =τόξο.
busy (adj) = απασχολημένος≠ lazy
canoe (n)= κανό
cattle (n)= βοοειδή
cave (n)= σπηλιά
chart (n)= πίνακας
cloth (n) = ύφασμα
discover
(v) =ανακαλύπτω
→
discovery
feather (n) =φτερό
go
on (v) = to continue doing something εξακολουθώ
go
out with (v) = βγαίνω ραντεβού
have
in common (phr) = μοιράζομαι.
headdress (n) = κάλυμμα κεφαλιού
interview (n) = συνέντευξη → interviewee, interviewer
loin
(n) = φιλέτο
mention (v) = αναφέρω
mud (n) = λάσπη
object (n)
= αντικείμενο
order (n) = σειρά
pen pal (n)= φίλος από αλληλογραφία
preference (n) = προτίμηση → prefer
pull
sb's leg (phr) = κοροϊδεύω
reply (n) = an answer απάντηση
response
(n) = a written or spoken answer; reply, απόκριση
sequence (n) =ακολουθία
soon (adv) = shortly.,σύντομα
sound
(v) = ακούγομαι
spend – spent – spent (v) = περνώ
χρόνο
spidergram (n) = ιστόγραμμα
transport (n) = συγκοινωνία → transportation
tribesman (n) = μέλος φυλής.
whole (adj) = complete, ολόκληρος
UNIT
1, LESSON 3
affect (v) = επηρεάζω,influence
appropriate (adj) = κατάλληλος. right, suitable ≠inappropriate,
basin
(n) =
νιπτήρας.
believe(v) = πιστεύω → belief, believable, believer
collocation (n)
= σύμφραση, ομάδα λέξεων
convince (v) = πείθω
exist (v) = υπάρχω → existence
face (v) =αντιμετωπίζω , confront
gist (n)= κύρια
ιδέα,main idea
indigenous (adj) = αυτόχθονος. aboriginal, native
jigsaw (n) = παζλ.
kind
(n) = type; sort, είδος
location (n) = place or position, τόπος →locate
original (adj) = first; earliest, αρχικός
rest (n) = υπόλοιπος
rubbish (n) = σκουπίδια , garbage, junk, litter, trash
sandal (n) =πέδιλο
save
(v) = σώζω,
rescue
threaten (v) = απειλώ→threat, threatening
weapon (n) = όπλο
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
ΠΩΣ ΠΡΟΦΕΡΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ED ?KANTE TO KOYIZ
Past tense: "-ed" pronunciation
-
PRESENT SIMPLE OR PRESENT CONTINUOUS Fill in the blanks with the correct form of the verbs in brackets. Use the present simple or ...
-
Order of adjectives Put the adjectives in the correct order. Exercise a. 1. a Chinese / pretty/ little/girl 2. a ...
-
Word Formation and Parts of Speech (part1) A. Common endings Nouns for things = ment; -ity; -ness; -ion Nouns for peop...