THINK TEEN 2, ΑΡΧΑΡΙΟΙ
Unit 2 Lesson 1
accurate (adj) = correct or exact, ακριβής
≠ inaccurate
allow (v)= επιτρέπω = premit, let ≠ forbid,
although/ though = παρ’όλο που
ambition (n) = φιλοδοξία → ambitious
among (prep) = ανάμεσα
artist (n) = καλλιτέχνης
awareness (n) = συνείδηση, γνώση → to be aware of
beside (prep) = next to, δίπλα
bold (adj) = έντονος
border (n) = σύνορο
brave (adj) = γενναίος = daring,
fearless ≠ cowardly → bravery
canonise (v) = αγιοποιώ
case (n) = περίπτωση
centre (n) = κέντρο → central
ceremony (n) = τελετή
charity (n) = φιλανθρωπία
choice (n) =επιλογή → choose
citizen (n) = πολίτης
coherence (n) = λογική συνοχή → coherent
cohesion (n)= συνάφεια, συνοχή
comfort (n) = άνεση ≠discomfort, → comfortable
compose (v) =to write a piece of music, συνθέτω → composer = συνθέτης,composition=σύνθεση-εκθεση
compound (n) = σύνθετος
corner (n) = γωνιά
decision (n) = απόφαση→ decide, decisive
declare (v)= δηλώνω → declaration
deserve (v) = αξίζω
desperate (adj) = απελπισμένος
during (prep) = κατά τη διάρκεια
dying (adj) = που πεθαίνει
After seeing so many
earthquake (n) = σεισμός
echo (n) = ηχώ
endless (adj) = ακατάπαυστος=eternal,
everlasting→endlessly
event (n) = γεγονός = incident,
famous (adj)= διάσημος, well-known
feed (v) = to give food , ταΐζω
generous (adj) =not stingy, γενναιόδωρος≠ mean
gentle (adj) = kind; ευγενικός → gentleman
identify (v)= to recognize αναγνωρίζω → identification, identified
impression (n) =εντύπωση
in honour (phr)= προς τιμή
join (v) = συνδέω =unite ≠ divide, separate
lonely (adj) = που νιώθει μοναξιά →loneliness
look after (v) = to take care of, φροντίζω ≠ neglect
make a difference (phr) = κάνω τη διαφορά
make sure (phr) = βεβαιώνομαι = ensure
make time (phr) =βρίσκω χρόνο
mark(v) = σημειώνω
marvellous (adj) = υπέροχος = amazing, astonishing, wonderful
mean (v) = σημαίνω
medal (n) = μετάλλιο
mind (v) = με πειράζει = dislike, object to
monastery (n) = μοναστήρι
need (n) = ανάγκη
profit (adj) = κερδος,→ profitable
non-profit organisation. = μη κερδοσκοπικός οργανισμός/οργανωση
nun (n) = καλογρια
offer (v) = to give or provide , προσφέρω
pain (n)= πόνος → painful
pay respects = υποβάλλω τα σέβη μου.
peace (n) = ησυχία / ειρηνη → peaceful
permission (n) = άδεια → permit
playwright (n)= someone who writes plays, θεατρικόςσυγγραφέας
pneumonia (n) = πνευμονία
politician (n) = πολιτικός →.political,
politics
poverty (n)=φτώχια → poor ≠ luxury,
riches, wealth
Prime Minister (n)= Πρωθυπουργός
promise (n)= υπόσχεση
radioactivity (n) =ραδιενέργεια
radium (n) =ράδιο
raise (v) =ανεβάζω , increase
reach (v) =φτάνω
.record (n) =δίσκος βινυλίου
refuse (v) = not accept , αρνούμαι → refusal
ruins (n) =ερείπια
saint (n) =άγιος
.save (v)= αποθηκεύω ≠ spend → savings
saying (n) =παροιμία
scientist (n) = επιστήμονας→.science, scientific
search (v)= to try to find ψάχνω
suffer (v)=υποφέρω
teach (v) taught – taught = διδάσκω→ teaching,teacher
throughout (prep) =καθ’όλη τη διάρκεια
timeline (n) =χρονοδιάγραμμα
train (v)=εκπαιδεύω → trainer,
training
volunteer (n) =εθελοντής
weightlifting (n) =άρση βαρών → weightlifting.weightlifter
whoever (pron) = οποιοσδήποτε
Unit 2 - Lesson 2
adventure (n) =περιπέτεια →adventurous
aim (n) =purpose, goal,στοχος
arrange (v) = κανονίζω =plan →arrangement
attitude (n) = νοοτροπία
can't stand (phr)(informal) = to hate δεν αντέχω = can’t bear
conclusion (n)=κατάληξη =result →conclude,
conduct (v) = διεξάγω= carry out
consider (v)= to think of as, θεωρώ
council (n) =συμβούλιο
check (v)= ελέγχω διασταυρώνοντας
data (n) = δεδομένα
emperor (n) = αυτοκράτορας
empire (n) = αυτοκρατορία
express (v)= εκφράζω → expression, expressive
historical (adj)= ιστορικός
horror (n)= τρόμος= dread, → horrify
impossible (adj)= ανυπόφορος= intolerable
last (v)= διαρκώ
lecture (n)=διάλεξη= talk → lecturer
missing (adj)= absent, που λείπει
monologue (n)= μονόλογος
persuade (v) = πείθω =convince →persuasion, persuasive
play (n)= θεατρικό έργο → playwright=θεατρικος συγγραφεας
poor (adj)= φτωχός
recently (adv) = not long ago, πρόσφατα = lately
recommend (v)= συστήνω → recommendation
recreate (v) = αναπαράγω
relationship (n) = σχέση = connection
relevant (adj) = σχετικός ≠ irrelevant
report (n) = αναφορά
require (v) = to need, απαιτώ → requirement
research (n) = έρευνα → researcher
review (n)= κριτική
revolt (n) = εξέγερση → revolution
slave (n)= σκλάβος
stadium (n) = στάδιο
suitable (adj)=
κατάλληλος
= appropriate ≠ unsuitable
summarise (v)= συνοψίζω = sum up → summary
survey (n)= μελέτη
taste (n) = γούστο
transfer (v) = μεταφορά
unusual (adj) = ασυνήθιστος = strange
you must be joking (phr) = θα αστειεύεσαι
UNIT 2,
LESSON 3
artwork (n) = εικονογράφηση
beat – beat – beaten = χτυπώ, δέρνω
campaign (n)==καμπάνια,εκστρατεία
childhood (n) = παιδική ηλικία
crash (n)= σύγκρουση
deed (n) =
πράξη
diet (n)= διατροφή
divide (v) =to separate into parts, μοιράζω ≠
join, unite → division
follower (n) = οπαδός
freedom (n) = ελευθερία = liberty ≠slavery →free
goat (n) = κατσίκα
ground (n) = έδαφος
grow up (v) = αναπτύσσομαι
gunshot (n) = πυροβολισμός
Hindu (n) = Ινδουιστής.
interest (n) = ενδιαφέρον → interesting
leader (n)= ηγέτης
loincloth (n) = ύφασμα γύρω από τους μηρούς
Various cultures in
online (adv) = connected to the internet διαδίκτυο
put on (v) = ανεβάζω, διοργανώνω ( παράσταση)
radical (n) = δραστικός
recognise (v) = αναγνωρίζω→ recognition,
release (v) =θέτω σε κυκλοφορία→release (n)
responsible (adj) = υπεύθυνος → responsibility
return (v) = επιστρέφω ≠ depart
shawl (n) = σάλι.
skill (n) = ικανότητα → skilful
society (n) = κοινωνία
spiritual (adj) =
πνευματικός ≠
material,
term (n) = τρίμηνο
violence (n) = βία →violent
visuals (adj) = εικόνες, οπτικό υλικό